Η δομή της γλώσσας
Η γλώσσα είναι ένα αυθαίρετο σύστημα ήχων και συμβόλων που χρησιμοποιείται για πολλούς σκοπούς από μια ομάδα ανθρώπων, κυρίως για να επικοινωνούν μεταξύ τους, να εκφράζουν την πολιτιστική τους ταυτότητα, να δημιουργούν κοινωνικές σχέσεις, και να εξασφαλίζουν μια πηγή ευχαρίστησης (π.χ. στη λογοτεχνία).
Οι γλώσσες διαφέρουν η μια από την άλλη στον ήχο, τη γραμματική, το λεξιλόγιο και τον τρόπο ομιλίας. Αλλά όλες οι γλώσσες αποτελούν πολύ πολύπλοκες οντότητες. Οι γλώσσες διαφέρουν στον αριθμό των φωνηέντων και των συμφώνων που διαθέτουν, άλλες διαθέτουν λιγότερα των 12 και άλλες πάνω από 100. Οι Ευρωπαϊκές γλώσσες τείνουν να διαθέτουν καταλόγους μεσαίας εμβέλειας – γύρω στους 25 τέτοιους ήχους (π.χ. τα Ισπανικά), μέχρι 60 (π.χ. τα Ιρλανδέζικα). Τα αλφάβητα απεικονίζουν αυτούς τους ήχους σε διαφορετικό βαθμό ακρίβειας: μερικά αλφάβητα (π.χ. τα Ουαλικά) είναι πολύ μεθοδικά με τον τρόπο που συμβολίζουν τους ήχους. Άλλα (π.χ. το Αγγλικό) είναι πολύ αντικανονικό. Όσον αφορά τη γραμματική, η κάθε γλώσσα περιλαμβάνει αρκετές χιλιάδες σημεία δομής των λέξεων και των προτάσεων.
Η κάθε γλώσσα διαθέτει τεράστιο λεξιλόγιο για να ικανοποιεί τις ανάγκες των χρηστών της γλώσσας – στην περίπτωση των Ευρωπαϊκών γλωσσών, όπου το επιστημονικό και τεχνικό λεξιλόγιο είναι πολύ μεγάλο, φτάνει μέχρι αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις και φράσεις. Κάθε άτομο γνωρίζει και χρησιμοποιεί μόνο ένα μικρό αριθμό λέξεων από το συνολικό αριθμό του λεξιλογίου μιας γλώσσας. Οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι μορφωμένοι – το ενεργό λεξιλόγιο – μπορεί να φτάσει περίπου τις 50,000 λέξεις. Οι λέξεις που γνωρίζουν αλλά δεν χρησιμοποιούν – το παθητικό λεξιλόγιο – είναι κάπως περισσότερο. Στην καθημερινή συζήτηση, οι άνθρωποι συχνά χρησιμοποιούν ένα μικρό αριθμό λέξεων, αλλά με μεγαλύτερη συχνότητα. Έχει υπολογιστεί ότι ένα άτομο 21 χρόνων έχει ήδη χρησιμοποιήσει περίπου 50 εκατομμύρια λέξεις.
Οι ζωντανές γλώσσες και κουλτούρες αλλάζουν συνεχώς. Οι άνθρωποι επηρεάζουν ο ένας τον άλλο με τον τρόπο που μιλούν και γράφουν. Τα νέα μέσα, όπως το Διαδίκτυο, προσφέρουν στη γλώσσα νέες ευκαιρίες να αναπτυχθεί. Οι γλώσσες πάντοτε βρίσκονται σε επαφή η μια με την άλλη, και επηρεάζουν η μια την άλλη με πολλούς τρόπους, ειδικά δανείζοντας λέξεις η μια της άλλης. Η Αγγλική, για παράδειγμα, έχει δανειστεί με το πέρασμα των αιώνων από πάνω από 350 γλώσσες, και όλες οι Ευρωπαϊκές γλώσσες δανείζονται επί του παρόντος πολλές λέξεις από την Αγγλική.
Η εκμάθηση της γλώσσας
Η υποχρέωση να μάθουμε την μητρική μας γλώσσα επιτελείται βασικά τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μας, αν και μερικά χαρακτηριστικά της γλώσσας (όπως η απόκτηση του λεξιλογίου) συνεχίζουν επ’ αόριστον. Η γλώσσα αναπτύσσεται μέσα από διάφορα στάδια.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου το βρέφος βγάζει ένα μεγάλο αριθμό ήχων, μέσα από τους οποίους αναδύεται η μορφή του ρυθμού και του τονισμού, και μετά τα φωνήεντα και τα σύμφωνα.
Γύρω στον ένα χρόνο εκστομίζονται οι πρώτες κατανοητές λέξεις. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου χρόνου, ακολουθούν συνδυασμοί δυο λέξεων. Τα παιδιά τριών και τεσσάρων χρόνων χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο μεγαλύτερες και σύνθετες προτάσεις. Το λεξιλόγιο αυξάνεται από περίπου 50 ενεργές λέξεις στους 18 μήνες, σε αρκετές χιλιάδες λέξεις στην ηλικία των πέντε.Η μητρική γλώσσα συνήθως αναφέρεται σαν η πρώτη ή βασική γλώσσα που έμαθε ένα άτομο. Αυτή είναι η γλώσσα που οι άνθρωποι γνωρίζουν καλύτερα, η γλώσσα που χρησιμοποιούν περισσότερο, η γλώσσα με την οποία ταυτίζονται περισσότερο.
Σε μερικά δίγλωσσα άτομα, οι δυο γλώσσες μαθαίνονται τόσο κοντά, ώστε είναι αδύνατο να διαλέξουν ανάμεσά τους, σε σχέση με την «πρώτη» ή τη «δεύτερη» γλώσσα. Για τους περισσότερους δίγλωσσους, όμως, η διάκριση είναι πιο εύκολη, καθώς η εκμάθηση της δεύτερης ή τρίτης γλώσσας γίνεται στο σχολείο ή αργότερα στη ζωή. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως περιορισμός όσον αφορά την ηλικία πέραν της οποίας να είναι αδύνατο να μάθει κάποιος μιαν άλλη γλώσσα. Η διγλωσσία είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο. Ένας κοινός μύθος είναι ότι ένα δίγλωσσο άτομο έχει αναπτύξει εξ’ ίσου τις δυο γλώσσες. Στην πραγματικότητα, οι δίγλωσσοι σπάνια γνωρίζουν και τις δυο γλώσσες εξ’ ίσου καλά. Ένας άλλος μύθος λέει ότι όλοι οι δίγλωσσοι έχουν τις ίδιες ικανότητες. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλά είδη διγλωσσίας.
Πολλοί ακούγονται σαν γηγενείς ομιλητές και στις δυο γλώσσες, άλλοι έχουν πολύ καλή ξενική προφορά σε μια. Μερικοί μπορούν να διαβάζουν καλά και στις δυο γλώσσες, άλλοι μπορούν να το κάνουν μόνο στη μια. Μερικοί προτιμούν να γράφουν μόνο στη μια γλώσσα, αλλά μπορούν να μιλούν μόνο στην άλλη. Η πολυγλωσσία παρέχει όλα τα είδη των πλεονεκτημάτων. Το να είσαι δίγλωσσος αυξάνει τις ευκαιρίες να μάθεις επιτυχώς άλλες γλώσσες. Η εκμάθηση μιας τρίτης γλώσσας διευκολύνεται κάπως με την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας. Επίσης οι δίγλωσσοι μπορεί να πλεονεκτούν στο τρόπο σκέψης: υπάρχει ένδειξη ότι τα πρώτα χρόνια κάνουν μεγαλύτερη πρόοδο από τους μονόγλωσσους σε κάποια έκταση της γνωστικής ανάπτυξης και είναι με πολλούς τρόπους πιο δημιουργικοί στις γλωσσικές δεξιότητες.
Οι δίγλωσσοι έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα να μπορούν να επικοινωνούν με μεγαλύτερο και ποικίλο αριθμό ατόμων. Διότι οι δίγλωσσοι έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν και να συνδεθούν στενά με δυο ή περισσότερους πολιτισμούς. Η ικανότητά τους αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευαισθησία κατά την επικοινωνία και σε ετοιμότητα να ξεπεράσουν τις πολιτιστικές διαφορές και να κτίσουν πολιτιστικές γέφυρες. Επίσης υπάρχουν σημαντικά πρακτικά θέματα: οι δίγλωσσοι έχουν ένα δυνατό οικονομικό πλεονέκτημα διότι ένας μεγαλύτερος αριθμός επαγγελμάτων είναι στη διάθεσή τους. Επίσης είναι όλο και περισσότερο αποδεκτό ότι οι πολυγλωσσικές εταιρίες είναι πιο ανταγωνιστικές από τις μονογλωσσικές.