Θεωρείται πλέον κοινός τόπος στο πεδίο της Ψυχολογίας της Γνωστικής Ανάπτυξης ότι η μάθηση δεν αποτελεί απλώς υπόθεση απόκτησης και συσσώρευσης πληροφοριών, αλλά μια ενεργητική διαδικασία αντιμετώπισης των γνωστικών συγκρούσεων που δημιουργούνται και επιλύνονται στο πλαίσιο της επικοινωνίας και της αλληλεπίδρασης του ατόμου με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον.
Επιπλέον, ο Bruner υποστήριξε ότι η μάθηση αποτελεί επικοινωνιακή/κοινωνική δραστηριότητα, ενώ οι Johnson και Johnson έδειξαν με τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι η μάθηση και οι αλλαγές των συμπεριφορών διευκολύνεται μέσα σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, που μπορεί να εξασφαλιστεί μέσα στην ομάδα και όχι ατομικά.
Έτσι η όποια κατηγορία μαθητών (σχολική ή φροντιστηριακή τάξη) πρέπει να έχει κοινωνικοκεντρικό προσανατολισμό, ώστε να δίνεται προτεραιότητα στις διαμαθητικές σχέσεις και τη διεξαγωγή της διδασκαλίας γύρω από αυτές. Είναι βέβαια λογικό επόμενο ότι στο πλαίσιο αυτό η μάθηση αποκτά βιωματικό/εμπειρικό χαρακτήρα, με απώτερη συνέπεια να έχει διαρκέστερο αποτέλεσμα.
Λόγοι υπέρ της διδασκαλίας σε τάξη
Ομαδικότητα
Η ομαδικότητα είναι ένα εξαιρετικό μαθησιακό εργαλείο. Το παιδί παρακινείται από τους υπόλοιπους μαθητές. Βάζει στόχους βλέποντας αυτούς που ήδη έχουν προχωρήσει γνωρίζοντας, όμως, ότι υπάρχουν κι άλλοι που ακολουθούν, άρα δεν απογοητεύται. Επιπλέον, η ομαδικότητα του προσφέρει ευχαρίστηση και κίνητρο.
Επικοινωνία
Η ξένη γλώσσα είναι κάτι ζωντανό. Δεν το μαθαίνει κανείς απλά για να βρίσκεται, αλλά για να το χρησιμοποιεί, για να αποτελεί εφόδιο για το μέλλον, στο επάγγελμα, στις σχέσεις, στην ενημέρωση στη δια βίου μάθηση. Στο κέντρο ξένης γλώσσας το παιδί επικοινωνεί, κουβεντιάζει και εκφράζεται στην ξένη γλώσσα με πολλούς τρόπους και αναπτύσσει επικοινωνιακές δεξιότητες όπως η άσκηση και η αποδοχή κριτικής, η υπευθυνότητα, η θετική ανταμοιβή κ.α.
Συνεργασία
Στο κέντρο ξένης γλώσσας το παιδί βρίσκεται σε ένα ομαδικό περιβάλλον, όπου δημιουργεί συναναστροφές, κάνει φιλίες, μαθαίνει τη συνεργασία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μαθαίνει να προσεγγίζει στόχους μαζί με άλλους. Είναι κάτι που θα κάνει σε όλη την επαγγελματική ζωή του. Τα θεμέλια της ικανότητας για συνεργασία τίθενται στα παιδικά χρόνια, όπου το παιδί μέσα στην όμορφη ομάδα της τάξης καταλαβαίνει τι σημαίνει να συγκρούεται και να συμφιλιώνεταιι, να συζητά στην τάξη και να συνεργάζεται, να εξοικειώνεται με την ανομοιογένεια που χαρακτηρίζει και την ευρύτερη κοινωνία στην οποία θα βγει όταν ενηλικιωθεί.
Δοκιμασμένο πρόγραμμα σπουδών
Το σχολείο ξένης γλώσσας ακολουθεί ένα αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών και μελέτης. Θα καλύψει την ύλη που πρέπει και θα φροντίσει να καλύψει τα κενά αν υπάρχουν. Δεν θα προσαρμοστεί το σχολείο στο ρυθμό του παιδιού όπως στο ιδιαίτερο αλλά θα προσφέρει στο παιδί τη δυνατότητα να προχωρήσει αφομοιώνοντας όσο καλύτερα γίνεται και να μην μένει πίσω. Παράλληλα, ο δάσκαλος παύει να είναι η αυθεντία και ο ρόλος του γίνεται διαμεσολαβητικός, συντονιστικός και υποστηρικτικός (mediator, facilitator). Επιλέον, ενισχύεται και η συνεργασία μεταξύ των δασκάλων όπου αναπτύσσονται σχέσεις δυναμικές και συνεργατικές.
Σύγχρονη μεθοδολογία μάθησης
Υπάρχουν επιστημονικές μεθοδολογίες που συνεχώς εκσυγχρονίζονται και διευκολύνουν το παιδί να μαθαίνει ευκολότερα και πιο ευχάριστα. Ψηφιακά βιβλία, διαδραστικοί πίνακες, multimedia και σύγχονα οπτικοακουστικά μέσα βρίσκονται στα χέρια των δασκάλων σε ένα καλά οργανωμένο σχολείο.
Πειθαρχία
Πολλοί γονείς νομίζουν ότι το παιδί θα πειθαρχήσει όταν βρίσκεται ένας προς έναν μαζί με τον δάσκολο γλώσσας. Ας σκεφτούμε όμως, στο Λύκειο, στο Πανεπιστήμιο ή στο Μεταπτυχιακό αργότερα θα κάνει ιδιαίτερο; Το παιδί πρέπει να μάθει να πειθαρχεί μόνο του, αλλά δουλεύοντας και μαθαίνοντας σε ένα σύνολο. Πρέπει να αισθάνεται μέλος της ομάδας, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να ξέρει τι πρέπει να κάνει μόνος του. Στο μάθημα το παιδί χρειάζεται ενθάρρυνση και πίστη στον εαυτό του ενώ κι η ενθάρρυνση των γονιών του είναι πολύ σημαντική. Τα παιδιά μοιράζονται τις έγνοιες τους και χωρίς καν να το καταλαβαίνουν ζούν την άμιλλα που τα σπρώχνει μπροστά.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι η ατομική διδασκαλία, χωρίς να απορρίπτεται πλήρως θεωρείται από άποψη κοινωνική, ψυχολογική, παιδαγωγική και διδακτική πως δεν διασφαλίζει την πολύπλευρη μάθηση. Τα ιδιαίτερα μαθήματα μπορούν να αποτελούν λύση σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιαζόντων συνθηκών όπως ασθένεια, υψηλές επαγγελματικές υποχρεώσεις ή έλλειψη χρόνου του εκπαιδευόμενου αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον κοινωνικό χαρακτήρα της μάθησης σε παιδιά και εφήβους.
Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη και η πιθανότητα να μην διαθέτει ο δάσκαλος στο ιδιαίτερο μάθημα, υψηλού επιπέδου γνώσεις και ικανότητες καθώς και την απαιτούμενη πιστοποίηση γι’αυτές, ενώ είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει έγκυρος και έγκαιρος μηχανισμός αξιολόγησης του διδακτικού του έργου.
Για το λόγο αυτό, παρατηρείται κάθε χρόνο από τους καθηγητές των κέντρων ξένων γλωσσών ότι τα παιδιά που έχουν στερηθεί μιας ολοκληρωμένης και οργανωμένης μαθησιακής διαδικασίας να βρίσκονται σχεδόν πάντα αρκετά πίσω από το επίπεδο στο οποίο νομίζουν ότι βρίσκονται και δυσκολεύονται στις ομαδικές πρακτικές όπως οι ρεαλιστικοί διάλογοι, τα παιχνίδια και η ανταλλαγή ρόλων. Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπεται και το γεγονός ότι η φοροδιαφυγή στις περιπτώσεις των ιδιαίτερων μαθημάτων συνιστά πρόσθετο λόγο για την αποφυγή τους.
Έτσι λοιπόν η προτίμηση που ίσως κάποιοι δείξουν στην ατομική διδασκαλία, αν δεν αποτελεί λύση ανάγκης, οφείλεται μάλλον σε άγνοια ή σε παραπληροφόρηση. “Learning together, learning to live together”, όπως διακηρύσσει και η Unesco.